Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασάπιστος — η, ο αυτός που δεν έχει σαπίσει … Dictionary of Greek
ασαπής — ές (AM ἀσαπής, ές) [σήπομαι] αυτός που δεν σαπίζει, ο ασάπιστος αρχ. ο ανεπεξέργαστος, ο αχώνευτος (ως ιατρ. όρος) … Dictionary of Greek